-
1 προ-ακούω
προ-ακούω (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσϑεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.
1 προ-ακούω
προ-ακούω (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσϑεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.